- ριζοβόλημα
- το , ριζοβόλησις (-εως) η пускание корней, укоренение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριζοβόλημα — και ριζοβόλι, το, Ν [ριζοβολώ] η ριζοβόληση … Dictionary of Greek
πιάσιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο τού ελαφιού με τον βρόχο») 2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα τού υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο») 3. το… … Dictionary of Greek
ρίζωμα — το / ῥίζωμα, ΝΜΑ το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου νεοελλ. μσν. το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα νεοελλ. βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του… … Dictionary of Greek
πιάσιμο — το 1. το να πιάνει κανείς κάτι, σύλληψη, άρπαγμα, άγγιγμα: Μετά το πιάσιμο του αρχηγού διαλύθηκε η ομάδα. – Το πιάσιμο της λαβίδας γίνεται με ορισμένο τρόπο. 2. αφή: Από το πιάσιμο κατάλαβα πως ήταν κάλπικη η λίρα. 3. ριζοβόλημα φυτού: Το πιάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριζοβολώ — ησα, ημένος, βγάζω ρίζες, πιάνω: Παρ όλες τις προσπάθειές του τα δέντρα πουφύτεψε δε ριζοβόλησαν. Ουσ. ριζοβόληση, η και ριζοβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζοβολώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύτεψη — η η κατάλληλη τοποθέτηση και στερέωση ενός φυτού μέσα στο έδαφος με σκοπό το ριζοβόλημα και την ανάπτυξή του, το φύτεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)